άργματα

άργματα
ἄργματα, τα (Α)
«αι απαρχαί*» της θυσίας, τα μέλη του ζώου που έκοβαν και έκαιγαν στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Υπάρχει και παράλληλος τ. άρχματα (Ησύχ.), με αναλογική διατήρηση του -χ-.
ΣΥΝΘ. απάργματα, επάργματα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄργματα — ἄργμα firstlings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άργμα — ἄργμα ( ατος), το (Α) (μόνο στον πληθ.) (για θυσία) άργματα* απαρχές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”