- άργματα
- ἄργματα, τα (Α)«αι απαρχαί*» της θυσίας, τα μέλη του ζώου που έκοβαν και έκαιγαν στη φωτιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Υπάρχει και παράλληλος τ. άρχματα (Ησύχ.), με αναλογική διατήρηση του -χ-.ΣΥΝΘ. απάργματα, επάργματα].
Dictionary of Greek. 2013.